χιονόπτωση

χιονόπτωση
η, Ν
(μετεωρ.) η πτώση τών νιφάδων τού χιονιού στην επιφάνεια τού εδάφους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αποκόμιση — Φαινόμενο που συντελεί στη μεταφοράτων επιφανειακών υλικών του στερεού φλοιού της Γης και, μακροπρόθεσμα, στον μετασχηματισμό της εξωτερικής μορφής του. Η δράση αυτή έχει ως αποτέλεσμα την εξομάλυνση των γήινων προεξοχών και κοιλωμάτων και την… …   Dictionary of Greek

  • κάρα — (Kara). Τοπωνύμιο της Ρωσίας. 1. Ακραίο θαλάσσιο τμήμα (880.000 τ. χλμ.) του Αρκτικού ωκεανού. Έχει μέσο βάθος 127 μ. και μέγιστο βάθος 620 μ. Ορίζεται από την ακτογραμμή της πεδιάδας της δυτικής Σιβηρίας και από τα νησιά Νέα Γη, Γη του… …   Dictionary of Greek

  • παγετώνας — Μάζα πάγου και χιονιού, που συγκεντρώνεται σε υψηλές ορεινές ή πολικές περιοχές και σχηματίζεται από τη συνάθροιση, διατήρηση και μετασχηματισμό των χιονοπτώσεων, η οποία όμως δεν παραμένει άκαμπτη, αλλά κινείται σε κεκλιμένο επίπεδο ως πλαστική… …   Dictionary of Greek

  • χιονοθύελλα — η, Ν (μετεωρ.) ισχυρή διαταραχή τής ατμόσφαιρας, η οποία συνοδεύεται από έντονη χιονόπτωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + θύελλα. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στο περιοδικό Παρνασσός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”